αμετροπότης

αμετροπότης
ο пропойца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμετροπότης" в других словарях:

  • αμετροπότης — ο (Μ ἀμετροπότης) αυτός που πίνει άμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + πότης. ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροποσία] …   Dictionary of Greek

  • ἀμετροπόται — ἀμετροπότης drinking to excess masc nom/voc pl ἀμετροπότᾱͅ , ἀμετροπότης drinking to excess masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετροπότην — ἀμετροπότης drinking to excess masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… …   Dictionary of Greek

  • αμετροποσία — η [αμετροπότης] το να πίνει κανείς χωρίς μέτρο κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη, κατάχρηση στο πιοτό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»